κατευόδωμα

κατευόδωμα
το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω]
1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές
2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση
μσν.
1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής
2. κατόρθωμα, επιτυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταυόδωμαν — καταυόδωμαν, το (Μ) βλ. κατευόδωμα …   Dictionary of Greek

  • κατευόδωση — η (AM κατευόδωσις) [κατευοδώ] καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος νεοελλ. το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”